Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Εφτά και σαράντα πέντε πετούσε το αεροπλάνο από όπου θα μας πήγαινε από τη Σάμο στην Αθήνα. Και όπως είναι γνωστό, πρέπει να είσαι μια ώρα νωρίτερα στον αερολιμένα για το τσέκιν και τα σχετικά. Η μικρή κόρη μου, που σε λίγους μήνες κλείνει τα τρία, βρισκόταν σε φοβερή υπερένταση. Όσο και αν της έκανε νοήματα και παρατηρήσεις η μαμά της δεν καταλάβαινε τίποτα. Άσε που είναι και ομορφούλα και την πείραζαν όλοι.
Αφυρημένα, δίχως λόγο, μέσα από διάφορα παράθυρα κοίταξα τον ουρανό. Καθαρό χρώμα σκέφτηκα, καθαρό γαλάζιο χωρίς παρεμβάσεις αλλοίωσης. Μα, χωρίς να περάσουν λίγα λεπτά –με βάσει βέβαια τους δείκτες του ρολογιού που βρισκόταν απέναντί μου- το σκούντημα της μικρής με έκανε να πάρω τα μάτια μου, να παραστρατήσω από τον ουρανό. Με χτύπησε στα γόνατα και μου άπλωσε τα χέρια της, και αυτό σήμαινε πως ήθελε αγκαλίτσα. Την πείρα σε χέρια μου γεμάτος χαρά, αφήνοντας σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα το χρώμα του ουρανό.
Αρκετά λεπτά αργότερα, περάσαμε τον έλεγχο, περιμέναμε στο χώρο αναμονής, μπήκαμε στο λεωφορείο και από κει στο αεροπλάνο. Όλη αυτή η διαδικασία χωρίς να το εξηγήσω μου είναι ευχάριστη, ή καλύτερα μου φαίνεται διασκεδαστική. Καθίσαμε όλοι στις θέσεις μας δένοντας τις ζώνες ασφαλείας. Άρχισαν οι οδηγίες για τα σωσίβια έκτακτης ανάγκης και έφτασε η καλύτερη στιγμή που πάντα περιμένω όταν επιβιβάζομαι σε αεροπλάνο. Η απογείωση! Όταν φτάνει αυτή η στιγμή και που παρόλο είναι μικρή, τρελαίνομε. Δεν θέλω να μου μιλάει κανείς! Την θέλω ολοκληρωτικά δική μου, κατά δική μου! Τι επιτάχυνση είναι αυτή, τι δύναμη! Στην αρχή ξεκινάει κανονικά, μετά δυναμώνει, ύστερα πατάει γερά το γκάζι, αρχίζει να μουγκρίζει το αεροπλάνο με τα σωθικά σου να σφίγγονται σαν ναυτικός κόμπος, και τέλος τα δίνει όλα με την απογείωση! Και πλέον είσαι στον αέρα, στον αέρα! Απίστευτο! Σκέτη αποκορύφωση!
Κάποιες καρδιές άρχισαν να βρίσκουν και πάλι το ρυθμό τους και κάποιες ανάσες ανακούφισης ακουστήκανε βαριές, σα να αποφύγανε μεγάλο κίνδυνο. Οι αεροσυνοδοί ωστόσο, άρχισαν να μας προσφέρουν καφέ ή πορτοκαλάδα.
Μερικά λεπτά αργότερα, η μικρή δίπλα μου στην αγκαλιά της μαμάς της, την είχε πάρει ο ύπνος και η γυναίκα μου με τη σειρά της κόντευε να αποκοιμηθεί.
Έμενα, η ματιά μου λόξευσε ξανά, τι μανία με έχει πιάσει σήμερα και κοιτάω το χρώμα του ουρανού; Αναρωτήθηκα. Έγειρα τα μάτια μου έξω από το μικροσκοπικό παραθυράκι και βάλθηκα να παρατηρώ. Τι να παρατηρήσω; Δεν είχε και πολλά πράματα. Κοίταξα προς τα κάτω αλλά δεν έβλεπα τίποτα, τα πάντα ήταν καλυμμένα από τα κατάλευκα σύννεφα. Όταν είδα όμως τον ουρανό έπαθα σοκ. Αντίκρισα ένα φοβερό θέαμα. Το πολυαγαπημένο χρώμα του ουρανού δεν ήταν γαλάζιο, αλλά μπλε, σκούρο βαθύ μπλε, χωρίς όμως να φτάνει στα όρια του μουντού, χωρίς ίχνος μαυρίλας. Απλά, σκούρο βαθύ μπλε, καθαρό και ξάστερο. Ένα παράξενο χρώμα μου σε γοητεύει, σχεδόν σε μαγεύει. Έχει την ικανότητα να σου αποσπάσει όλη την προσοχή και να κάθεσαι να το κοιτάς, χωρίς να σκέφτεσαι κάτι, χωρίς να είναι απαραίτητο να σκέφτεσαι κάτι, έτσι απλά το κοιτάς και να πλανιέσαι. Κι αυτό μάλλον είναι πολύ καλύτερο μερικές φορές, να βλέπεις κάτι και να σε γεμίζει γαλήνη χωρίς να σκέφτεσαι κάτι. πραγματικά, είναι φοβερό!
Ήρθε όμως το σιχαμερό μυαλό μου και έκανε τις εξής σκέψεις: -λες και δεν μπορεί να κάτσει ήσυχο για λίγο χωρίς να σκέφτεται, λες και ζηλεύει τη ψυχή μου που χαίρεται χωρίς τη συμμετοχή του-. «Γιατί από τη γη το βλέπουμε γαλάζιο και όχι σκούρο βαθύ μπλε; Μήπως με τα σύννεφα που είναι λευκά παραμορφώνεται; Ή μήπως από τα καυσαέρια της πόλης; Ή μήπως και πάλι είναι η απόσταση; Δεν ξέρω, δεν με νοιάζει, δεν θέλω να μάθω! Το μόνο που θέλω τώρα είναι να κρατήσω αυτήν την εικόνα ζωντανή, ζεστή, όπως κρατάω στην αγκαλιά μου κάθε φορά την μικρή μου. Και στην τελευταία σκέψη κατάλαβα πως η μικρή με τραβούσε από τη μπλούζα, και όχι μόνο, είχαμε προσγειωθεί κιόλας. Η γυναίκα μου με κοίταζε παράξενα. «μα καλά τι έπαθες;» με ρώτησε. «Πόση ώρα σε τραβάει και εσύ δεν έλεγες να ξυπνήσεις».
Από τι φαίνεται, ζαλίστηκα από το χρώμα του ουρανού και με πήρε και εμένα ο ύπνος, χωρίς να το καταλάβω... Μα άξαφνα σκέφτηκα. «λες να ήταν όνειρο όλο αυτό το θέαμα;» όχι, όχι, σίγουρα όχι, το θυμάμαι καλά.
Καθώς περιμέναμε να έρθουν οι βαλίτσες μας στην κυλιόμενη πλατφόρμα, είπα στη γυναίκα μου τι είδα. Και αυτή χωρίς να το πολυσκεφτεί, -και δικαιολογημένα, επειδή κάθε φορά που ταξιδεύουμε με αεροπλάνο αποκοιμάται την ώρα της πτήσης- «εμένα γαλάζιο μου φαίνεται» και άρχισε να κάνει παρατηρήσεις στη μικρή.
Εγώ πάντως είδα και ξέρω, ότι το χρώμα του ουρανού είναι βαθύ σκούρο μπλε, και όχι γαλάζιο, όπως το βλέπουμε από τη γη.



Στον Σπύρο.